ὁμόϋλος

ὁμόϋλος
ὁμόϋλος [pron. full] [ῡ], ον, (ὕλη)
A of the same material,

χορδαί Iamb.VP26.116

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομόυλος — ὁμόϋλος, ον (Α) κατασκευασμένος από την ίδια ύλη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ὕλη (πρβλ. μονό υλος)] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”